μαλακύνω

μαλακύνω
(Α μαλακύνω) [μαλακός]
1. μαλακώνω, απαλύνω
2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)
2. παθ. μαλακύνομαι
γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαλακῦναι — μαλακύνω soften aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακύνει — μαλακύ̱νει , μαλακύνομαι pres ind mp 2nd sg μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften aor subj act 3rd sg (epic) μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften pres ind mp 2nd sg μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακύνουσιν — μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften aor subj act 3rd pl (epic) μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακυνόμενον — μαλακῡνόμενον , μαλακύνομαι pres part mp masc acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνω soften pres part mp masc acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνω soften pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακύνεται — μαλακύ̱νεται , μαλακύνομαι aor subj mp 3rd sg (epic) μαλακύ̱νεται , μαλακύνομαι pres ind mp 3rd sg μαλακύ̱νεται , μαλακύνω soften aor subj mid 3rd sg (epic) μαλακύ̱νεται , μαλακύνω soften pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακύνηται — μαλακύ̱νηται , μαλακύνομαι aor subj mp 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνομαι pres subj mp 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνω soften aor subj mid 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνω soften pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαλάκυνε — ἐμαλάκῡνε , μαλακύνω soften aor ind act 3rd sg ἐμαλάκῡνε , μαλακύνω soften imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαλάκυνεν — ἐμαλάκῡνεν , μαλακύνω soften aor ind act 3rd sg ἐμαλάκῡνεν , μαλακύνω soften imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάκυνση — η (Α μαλάκυνσις) [μαλακύνω] το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα νεοελλ. 1. εκθήλυνση 2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση τής συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την… …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”